- φαμπρικάρω
- (αόρ. φαμπρικάρισα) μετ.1) производить, изготовлять; 2) перен. фабриковать, стряпать, измышлять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαμπρικάρω — Ν 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα 2. μτφ. μηχανεύομαι, σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricare (βλ. λ. φάμπρικα)] … Dictionary of Greek
φαμπρικάρω — φαμπρικάρισα (λ. ιταλ.) 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα. 2. μτφ., δημιουργώ ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν, σοφίζομαι, μαγειρεύω, σκαρώνω: Ποιος ξέρει τι φαμπρικάρει πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)